- Ἰουδαίᾳ
- Ἰουδαί̱ᾱͅ , Ἰουδαῖοςa Jewfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιουδαία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή, που αποτελούσε το νοτιότερο τμήμα της αρχαίας Παλαιστίνης. Η I. ορίζεται στα Δ από την παράκτια πεδιάδα που βρέχεται από τη Μεσόγειο, στα Α από την παλαιστινιακή τεκτονική τάφρο … Dictionary of Greek
Ιουδαία — η τμήμα της Παλαιστίνης μεταξύ Νεκρής Θάλασσας και Μεσογείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἰουδαῖα — Ἰουδαῖος a Jew neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουδαία — Ἰουδαί̱ᾱ , Ἰουδαῖος a Jew fem nom/voc/acc dual Ἰουδαί̱ᾱ , Ἰουδαῖος a Jew fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
Σαμάρεια — Ιστορική περιοχή της Παλαιστίνης, που σήμερα ανήκει στο κράτος του Ισρα ρήλ και στο Βασίλειο της Ιορδανίας. Ορίζεται στα Β από τη Γαλιλαία, στα Ν από την Ιουδαία, και στα Α από τη βαθιά συροαφρικανική τεκτονική τάφρο, τη λεγόμενη «Κοιλάδα του… … Dictionary of Greek
ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… … Dictionary of Greek
ιουδαίηθεν — ἰουδαίηθεν (Α) (ποιητ. επίρρ.) από την Ιουδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰουδαία + θεν*, επιρρηματική κατάλ. δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek